- σκυλοχαρής
- -ές, Ααυτός που χαίρεται με τα σκύλα, με τα λάφυρα που προέρχονται από σκύλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο» + -χαρής (< *χάρος [τὸ] < χαίρω / -ομαι), πρβλ. πολεμο-χαρής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλοχαρεῖς — σκῡλοχαρεῖς , σκυλοχαρής delighting in spoils masc/fem acc pl σκῡλοχαρεῖς , σκυλοχαρής delighting in spoils masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)